- διαυγασμός
- ο (ΑΝ)1. η πράξη τού διαυγάζω, διαλαμπή2. αυγή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαυγασμοῦ — διαυγασμός splendour bursting forth masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαυγασμόν — διαυγασμός splendour bursting forth masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολάρισμα — το [κολαρίζω] 1. η εμβάπτιση υφάσματος σε διάλυμα αμύλου, ώστε μετά το σιδέρωμα να αποκτήσει σκληρή υφή 2. ο τεχνητός διαυγασμός θολού οίνου μετά τη ζύμωση … Dictionary of Greek
λαμπικάρισμα — το [λαμπικαρίζω] 1. απόσταξη, διΰλιση 2. διαυγασμός, τέλειος καθαρισμός … Dictionary of Greek